- ετοιμόρροπος
- η , ο [ος , ον ] ветхий, обветшалый, готовый обрушиться, обвалиться, упасть (о здании;тж. перен. );
ετοιμόρροπο κράτος — непрочное, готовое развалиться государство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετοιμόρροπο κράτος — непрочное, готовое развалиться государство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετοιμόρροπος — η, ο (Μ ἑτοιμόρροπος, ον) αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο») νεοελλ. μτφ. 1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση») 2. (για ανθρώπους) ο… … Dictionary of Greek
ετοιμόρροπος — η, ο 1. για κτίσμα, αυτός που είναι έτοιμος να πέσει, να γκρεμιστεί. 2. μτφ., άνθρωπος με κλονισμένη υγεία, που κινδυνεύει να πεθάνει. 3. αυτός που είναι έτοιμος να καταρρεύσει, να διαλυθεί, να καταστραφεί: Κράτος ετοιμόρροπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
επίφοβος — η, ο (Α ἐπίφοβος, ον) 1. αυτός που προκαλεί φόβο, τρομερός («τὰ δ’ ἐπίφοβα δυσφάτῳ κλαγγᾱ», Αισχύλ.) 2. απειλητικός, επικίνδυνος («σαν κανέναν επίφοβο ληστή τόν είχανε στη μέση», Βλαχογ.) νεοελλ. (για οικοδόμημα κ.λπ.) ετοιμόρροπος («επίφοβο… … Dictionary of Greek
επισφαλής — ές (Α ἐπισφαλής) 1. αυτός που κινδυνεύει να πέσει, που υπόκειται σε πτώση, αβέβαιος, ασταθής (α. «η θέση τής κυβέρνησης είναι επισφαλής» β. «τὰ μεγάλα πάντ’ ἐπισφαλῆ», Πλάτ.) 2. (για κτίσματα) σαθρός, ετοιμόρροπος αρχ. 1. αυτός που ενέχει… … Dictionary of Greek
ερείπιο — το (AM ἐρείπιον, Α και ως επίθ. ἐρείπιος, ον) [ερείπω] 1. οτιδήποτε έχει καταστραφεί από τον χρόνο ή από άλλες αιτίες, αυτό που μένει μετά την καταστροφή κάποιου πράγματος, γκρεμισμένο οικοδόμημα, χάλασμα 2. (για ανθρώπους) ο λόγω ηλικίας ή… … Dictionary of Greek
πασίρροπος — ον, Μ αυτός που εφορμά με όλη του τη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + ρροπος (< ῥοπή < ῥέπω), πρβλ. ετοιμόρροπος] … Dictionary of Greek
σάπιος — ια, ιo, Ν 1. αυτός που έχει σαπίσει, που έχει αποσυντεθεί, που έχει υποστεί σήψη, ο σαπρός 2. (κατ επέκτ.) φθαρμένος από την πολυκαιρία, ετοιμόρροπος, κατεστραμμένος («σάπια καρέκλα») 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει προσβληθεί από μια βαριά… … Dictionary of Greek
σαθρός — ή, ό / σαθρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που λόγω παλαιότητας δεν έχει αντοχή, επισφαλής, ετοιμόρροπος («σκυτέες τὰ σαθρὰ ὑγιέα ποιέουσι», Ιπποκρ.) 2. μτφ. αυτός που δεν έχει στερεή βάση, αυτός που μπορεί να ανασκευαστεί εύκολα (α. «σαθρό επιχείρημα» β … Dictionary of Greek
συμπτωτός — ή, όν, Α [συμπίπτω] 1. αυτός που εύκολα πέφτει, ετοιμόρροπος 2. (για καμπύλη) τέμνουσα … Dictionary of Greek
συμπτώσιμος — ον, Α [σύμπτωσις] έτοιμος να υποστεί πτώση, ετοιμόρροπος … Dictionary of Greek